τεμένιος

τεμένιος
τέμενος
a piece of land cut off and assigned as an official domain
neut gen sg (doric)
τεμένιος
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεμένιος — ία, ον, Α [τέμενος] 1. τεμενικός* 2. το θηλ. ἡ τεμενία προσωνυμία τής Εστίας 3. φρ. «φυλλὰς τεμενία» τα δένδρα και τα φύλλα τού ιερού άλσους (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • τεμενία — τεμενίᾱ , τεμένιος of fem nom/voc/acc dual τεμενίᾱ , τεμένιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενίτης — Οικισμός κοντά στις αρχαίες Συρακούσες, προάστιο ουσιαστικά της αρχαίας πόλης, όπου βρισκόταν ο ναός του Τεμενίτη Απόλλωνα. Τον οικισμό αυτό οι Συρακούσιοι τον περιέλαβαν, με εισήγηση του στρατηγού Ερμοκράτη, στο τείχος της πόλης. Ο Τ.… …   Dictionary of Greek

  • τεμενικός — ή, όν, ΜΑ [τέμενος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέμενος, τεμένιος* μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τεμενικόν ονομασία ναού που είχε ιερό άλσος αρχ. 1. (για εισόδημα) αυτός που προέρχεται από τη μίσθωση ιερών κτημάτων 2. ως κύριο όν. Τεμενικός τίτλος …   Dictionary of Greek

  • τεμενίαν — τεμενίᾱν , τεμένιος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”